Το βιβλίο «Γεωγραφία Νεωτερική» εκδόθηκε το 1791 αποτελεί πολύτιμη πηγή στην διερεύνηση των προβλημάτων, όσα ανάγονται στη δομή και στη λειτουργία της ελληνικής κοινωνίας στα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ κατέκρινε την κοινωνική ανισότητα και τον οικονομικό κατασπαραγμό που προκαλούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι συγγραφείς της, Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς, εργάστηκαν με την ευαισθησία και την ευσυνειδησία του κοινωνιολόγου, αφού δεν αρκέστηκαν να καταγράψουν ή να περιγράψουν τα κοινωνικά φαινόμενα, αλλά προσπάθησαν να τα αναλύσουν και, συχνά, να τα ερμηνεύσουν.
Είναι από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη φορά που επιχειρείται από έλληνα συγγραφέα η ανατομία της ελληνικής κοινωνικής και οικονομικής ζωής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Γραμμένη, εξάλλου, σε δημοτικό λόγο, είναι επίσης από τα πρώτα κείμενα όπου το θέμα της γλώσσας εξετάζεται στη θεωρητική του βάση και όπου η χρησιμοποίηση της γλωσσικής αυτής μορφής προβάλλει ως απαραίτητη και αναγκαία, προκειμένου να επιτευχθεί ο τελικός στόχος: η όσο ευρύτερη συμμετοχή στην παιδεία.
Ο Δανιήλ Φιλιππίδης
Ο Δημήτριος Δανιήλ Φιλιππίδης γεννήθηκε στις Μηλιές Πηλίου, περί το 1750.
Σε πολύ νεαρή ηλικία χειροτονήθηκε ιερομόναχος και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στο Άγιο Όρος (Αθωνιάδα Σχολή), στην Χίο και το Βουκουρέστι. Το 1774 εγκαταστάθηκε στο Ιάσιο για να διδάξει ελληνικά και άλλα μαθήματα στην εκεί Αυθεντική Σχολή.
Το 1790 ήρθε σε επαφή με τον κύκλο των διαφωτιστών του Δημητρίου Καταρτζή. Μαζί με τον εξάδελφό του Γρηγόριο Κωνσταντά ξεκίνησε την συγγραφή της Γεωγραφίας Νεωτερικής, ο πρώτος τόμος της οποίας κυκλοφόρησε στην Βιέννη το 1791. Από το 1790 μέχρι το 1794 έζησε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα μαθηματικών και φυσικών επιστημών.
Το 1794 επέστρεψε στις Μηλιές και κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, σε μία πυρκαγιά, έχασε όλα του τα υπάρχοντα, μεταξύ των οποίων και το χειρόγραφο για τον δεύτερο τόμο της Γεωγραφίας Νεωτερικής, με αποτέλεσμα το έργο αυτό να μείνει ανολοκλήρωτο.
Το 1796 πήγε ξανά στο Ιάσιο για να εργαστεί πρώτα ως οικοδιδάσκαλος πλουσίων ελληνοπαίδων και, από το 1803, ως διδάσκαλος μαθηματικών, φυσικής και χημείας στην τοπική Ηγεμονική Σχολή. Το 1805 κλονίστηκε η υγεία του και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ηγεμονική Σχολή και να επιστρέψει στην παράδοση μαθημάτων κατ’ οίκον σε παιδιά πλουσίων ελληνικών οικογενειών.
Από το 1810 έως το 1818, επισκέφθηκε διάφορες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, με τελευταία την Λειψία, όπου επιδίδεται σε συγγραφικό έργο.
Από την Λειψία επέστρεψε στο Ιάσιο για να βοηθήσει στο στήσιμο της Σχολής των Μηλεών και να μυηθεί και στην Φιλική Εταιρεία το 1819.
Ο Φιλιππίδης κληροδότησε όλη του την περιουσία στην Σχολή των Μηλεών, αλλά ο ίδιος δεν μπόρεσε να την δει από κοντά, γιατί, με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, η Σχολή διέκοψε την λειτουργία της. Εξαιτίας των γεγονότων, ο Φιλιππίδης δεν μπόρεσε ποτέ να επιστρέψει στον ελλαδικό χώρο και άφησε την τελευταία του πνοή στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (1832).
Το έργο του Φιλιππίδη διακρίνεται για τον πρωτοποριακό για την εποχή του χαρακτήρα, που εκφράζεται με την χρήση της δημοτικής και τον παραμερισμό των στείρων μεθόδων απομνημόνευσης.
Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς
Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς γεννήθηκε το 1758 στις Μηλιές Πηλίου, όπου διδάχθηκε και τα πρώτα γράμματα.
Χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 21 ετών και συνέχισε την εκπαίδευσή του στο Άγιο Όρος, τη Χίο, την Κωνσταντινούπολη, το Βουκουρέστι, το Χάλε και την Βιέννη. Από το 1797 έως το 1802 δίδαξε στη σχολή των Αμπελακίων. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βενετία, όπου έμεινε έως το 1808 πραγματοποιώντας μεταφράσεις και εκδόσεις, και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος.
Το 1812 επέστρεψε στις Μηλιές, όπου με τη βοήθεια του Άνθιμου Γαζή αναμόρφωσε το τοπικό σχολείο. Μετά την έναρξη της Επανάστασης, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς έλαβε μέρος τον Νοέμβριο του 1821 στη Συνέλευση των Σαλώνων και τον επόμενο μήνα συμμετείχε στην Α΄ Εθνοσυνέλευση ως πληρεξούσιος Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος.
Το 18221 διετέλεσε παραστάτης στο Α΄ Βουλευτικό. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο του 1822 συμμετείχε σε αποστολές που του ανέθεσε το Σώμα. Μετά τη διακοπή των συνεδριάσεων του Σώματος τον Ιούνιο του 1822, μετείχε στις εργασίες της Βουλευτικής Επιτροπής και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους παραστάτες που υπέγραψαν στις 9 Νοεμβρίου του 1822 τη Δεύτερη Πράξη της, με την οποία θεσπίστηκε ο πρώτος εκλογικός νόμος.
Από τον Απρίλιο του 1823, ο Κωνσταντάς συμμετείχε ως πληρεξούσιος Θεσσαλίας στη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία τον διόρισε στην 9μελή επιτροπή για τη συγκρότηση ποινικού κώδικα.
Τον Ιούλιο του 1824, διορίστηκε από το Βουλευτικό έφορος της Παιδείας και στο πλαίσιο των καθηκόντων του περιηγήθηκε στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου μέχρι τα τέλη του 1825 συντάσσοντας αναφορές σχετικές με τη σύσταση ή ανασύσταση σχολείων.
Το 1829, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Καποδίστρια, διορίστηκε στην τριμελή επιτροπή η οποία διηύθυνε το Ορφανοτροφείο της Αίγινας.
Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, ο Κωνσταντάς επέστρεψε στις Μηλιές, όπου συνέχισε το διδακτικό του έργο μέχρι τον θάνατό του στις 6 Αυγούστου 1844.