Στην Ελλάδα του 19 ου αιώνα, η γυναίκα παρουσιαζόταν μέσα από τα κείμενα των λογίων και των πολιτικών αδύναμη σωματικά, νοητικά και ηθικά. Η αφοσίωση στην οικογένειά της, θεωρούνταν ο μοναδικός τρόπος για να υπερνικήσει το αδύναμο του φύλου της και να επιτύχει μια ηθική νίκη. Η αντίληψη για τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας άρχισε να αλλάζει σταδιακά, αφενός με την ενασχόληση των γυναικών της μεσαίας και ανώτερης τάξης με τη φιλανθρωπία και αφετέρου με την είσοδό του γυναικείου φύλου στον χώρο εργασίας, εξαιτίας της βιομηχανοποίησης.
Η δημόσια δραστηριοποίηση των γυναικών, έθεσε σε αμφισβήτηση τους διακριτούς κοινωνικούς ρόλους των δύο φύλων και επέτρεψε την ανάπτυξη στον γυναικείο πληθυσμό -κυρίως τον αστικό-της «συνείδησης του φύλου». Στο πλαίσιο αυτό, στα τέλη του 19 ου και αρχές του 20 ου αιώνα, εμφανίστηκε το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα, με κύριο αίτημα το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Πρωτεργάτρια ήταν η Καλλιρόη Παρρέν-Σιγανού, δημοσιογράφος και εκδότρια, η οποία ίδρυσε το πρώτο φεμινιστικό ελληνικό σωματείο, τη «Μεγάλη Ένωσις των Ελληνίδων», το 1896.
Γεννημένη το 1859 στα Πλατάνια του Αμαρίου Ρεθύμνης, φοίτησε αρχικά, ως εσωτερική στη Σχολή Καλογραιών στον Πειραιά, γνωστή σήμερα ως Jeanne D’ Arc, και εν συνεχεία στο Αρσάκειο, από όπου αποφοίτησε με πτυχίο δασκάλας, το 1878. Εν συνεχεία, ταξίδεψε στην Οδησσό και την Ανδριανούπολη, όπου και εργάστηκε ως διευθύντρια στα υπάρχοντα εκεί Παρθεναγωγεία. Το 1886 επέτρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου, Ιωάννη Παρρέν. Στις 8 Μαρτίου 1887, η Καλλιρόη Παρρέν ξεκίνησε την έκδοση της «Εφημερίδας των Κυριών», με στόχο την «ανόρθωση του γυναικείου φύλου», την οποία διηύθυνε για τριάντα συναπτά έτη. Παράλληλα, συνεργάστηκε με τις μεγάλες εφημερίδες της εποχής, όπως η «Ακρόπολη», η «Εστία», «Εμπρός» κ.α. ως αρθρογράφος- δημοσιογράφος.
Εκτός από την δημοσιογραφική της ενασχόληση, συνέγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά και ιστορικά έργα και τις ταξιδιωτικές της εμπειρίες. Από τα ταξίδια της στη Σουηδία και την Αμερική εξέδωσε τις εντυπώσεις της σε δύο βιβλία με τίτλο «Τα Ταξείδια μου». Επιπλέον, δημοσίευσε το 1903 την «Ιστορία της γυναικός. Σύγχρονοι Ελληνίδες, 1530-1896» , στην οποία αναφέρετε οι γυναίκες που έδρασαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Η «Εφημερίδα των Κυριών», αρχικά εκδιδόταν εβδομαδιαίως και από το 1908 έγινε δεκαπενθήμερη. Η κυκλοφορία της διακόπηκε το 1917, όταν η Καλλιρόη Παρρέν, εξαιτίας των φιλομοναρχικών φρονημάτων της, εξορίστηκε στην Ύδρα από την κυβέρνηση Βενιζέλου. Οι γυναίκες-αρθρογράφοι της «Εφημερίδας των Κυριών» ήταν λόγιες από την Αθήνα και από άλλα μέρη της Ελλάδος. Επίσης, στις σελίδες της εφημερίδας φιλοξενούνταν άρθρα από γυναίκες που κατοικούσαν στο εξωτερικό, οι οποίες συνέβαλλαν στη διαμόρφωση της συλλογικής γυναικείας συνείδησης. Η αρνητική αντιμετώπιση των γυναικών-αρθρογράφων, όπως του Εμμανουήλ Ροΐδη, που τις αποκαλούσε ειρωνικά «Γράφουσες Ελληνίδες», υποχρέωσε την Καλλιρόη Παρρέν να διατηρεί ήπιους και αμυντικούς τόνους στην αρθρογραφία της εφημερίδας. Τα γυναικεία ζητήματα και αιτήματα-όπως τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών- αναφέρονταν ακροθιγώς. Όπως η ίδια έγραφε στην «Εφημερίδα των Κυριών» φεμινισμός σημαίνει «…υπό την γενικωτέραν και πλέον ιδανικήν εξέτασιν της λέξεως θα ειπή αλτρουισμός». Ωστόσο, διακεκριμένες φυσιογνωμίες της ελληνικής πνευματικής ζωής στάθηκαν στο πλευρό των Ελληνίδων φεμινιστριών υποστηρίζοντας το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση και την εργασία, όπως ο Αλ. Ραγκαβής και ο Κ. Παλαμάς. Ο τελευταίος μάλιστα, συμμετείχε μαζί με τη σύζυγό του στο φιλολογικό σαλόνι που διατηρούσε η Καλλιρόη Παρρέν, στο σπίτι της επί των οδών Κοραή και Πανεπιστημίου 27. Στον ίδιο χώρο φιλοξενήθηκαν επίσης ο Κ. Χρηστομάνος, ο Αν. Καρκαβίτσας, ο Μιλτ. Μαλακάσης. Εξαιτίας αυτών των συναναστροφών η ίδια στράφηκε στον δημοτικισμό, ο οποίος εκδηλωνόταν μέσα από τις στήλες της «Εφημερίδας των Κυριών», γεγονός που προσέλκυσε το ενδιαφέρον των
δημοτικιστικών κύκλων.
Καθώς οι πρώτες φεμινίστριες θεωρούσαν την εκπαίδευση και την εργασία απαραίτητες προϋποθέσεις για τη γυναικεία χειραφέτηση, η Καλλιρόη Παρρέν ανέπτυξε έντονη κοινωνική δράση προς αυτή την κατεύθυνση. Ενδεικτικά αναφέρουμε: την ίδρυση του Κυριακού Σχολείου το 1889 για τις άπορες γυναίκες και τα κορίτσια του λαού και του «Ασύλου Αγίας Αικατερίνης» το 1892, ένα οικοτροφείο για νεαρές εργάτριες και υπηρέτριες που «ξεστράτιζαν» και κινδύνευαν να καταλήξουν σε πορνεία. Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η Καλλιρόη Παρρέν και οι συνεργάτιδές της αξιοποίησαν τις σχέσεις τους με τα γυναικείες οργανώσεις σε διεθνές επίπεδο, για να οργανώσουν καμπάνια υποστήριξης και οικονομικής ενίσχυσης. Το 1898 ίδρυσε τον Πατριωτικό Σύνδεσμο, που αργότερα εξελίχθηκε στο γνωστό σε όλους μας ΠΙ.Κ.Π.Α.
Το πιο σημαντικό και γνωστό όμως δημιούργημά της, ήταν το «Λύκειο Ελληνίδων» το 1911, με στόχο την «ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού και τη διάσωση των γνήσιων ελληνικών ηθών και εθίμων». Παραρτήματα του «Λυκείου Ελληνίδων» ιδρύθηκαν και στις επαρχίες, ενώ ήταν μέλος του «Διεθνούς Συνδέσμου Λυκείων» που είχε έδρα στο Λονδίνο. Το 1921, προέδρευσε του «Α΄ Εθνικού Γυναικείου Συνεδρίου», που πραγματοποιήθηκε στη Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών και οργανώθηκε η πρώτη Έκθεση Γυναικείας Εργασίας. Για τη συμβολή της στην προαγωγή και επίλυση ζητημάτων που αφορούσαν τη γυναίκα και το παιδί, βραβεύτηκε με τον Αργυρούν και Χρυσό Σταυρό του Σώτηρα-το 1921 και το 1936 αντίστοιχα.
Επίσης, το 1936 έγινε η πρώτη γυναίκα που έλαβε μετάλλιο από την Ακαδημία Αθηνών. Της απονεμήθηκε το ασημένιο μετάλλιο για τη φιλανθρωπική δράση και τη δημοσιογραφική της προσφορά. Το ίδιο έτος ο Δήμαρχος Αθηνών Κ. Κοτζιάς, της απένειμε το μετάλλιο της πόλεως των Αθηνών.
Ο φεμινισμός της Καλλιρόης Παρρέν και των συνεργατριών της ήταν μετριοπαθής και προσαρμοσμένος στα ελληνικά δεδομένα. Στην επιλογή αυτή παρέμεινε συνεπής ακόμη και την περίοδο του Μεσοπολέμου, όπου το αίτημα για το δικαίωμα της ψήφου των γυναικών ήταν στο επίκεντρο του φεμινιστικού κινήματος. Η προσκόλλησή της στις θέσεις και στις πρακτικές της πρώτης περιόδου, οδήγησαν στο να θεωρηθεί εκπρόσωπος του «αστικού φεμινισμού». Η Καλλιροή Παρρέν απεβίωσε στις αρχές του 1940. Περίπου πενήντα χρόνια μετά, το 1992, η Ελληνική Δημοκρατία την τίμησε της με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α΄
Νεκροταφείο Αθηνών, προκειμένου να τιμηθεί η προσφορά της.
ΠΗΓΕΣ
Το κείμενο στηρίχθηκε στις παρακάτω πηγές- δημοσιευμένες μελέτες:
•Μπουτζουβή Αλ. «Γυναικείο Κίνημα Όψεις και Δράσεις 1909-1922» στο: Ιστορία
του Νέου Ελληνισμού 1770-200, τ. 6 ος , 2003, Αθήνα •Αλεξανδρή Βρανά Ε, «Θέση των
γυναικών στην αθηναϊκή κοινωνία», στο: Αλεξανδρή Βρανά, Ε. Η Αθήνα του 19ου
αιώνα και η συμβολή της Ευρώπης στην πολιτιστική της εξέλιξη, Κάλλιππος, Ανοικτές
Ακαδημαϊκές Εκδόσεις: https://hdl.handle.net/11419/8836 •Θεοδώρου Β.,
«Ερμηνευτικές προσεγγίσεις της φιλανθρωπίας. Από τον κοινωνικό έλεγχο στην
αμοιβαιότητα», Μνήμων τ. 25, Αθήνα, 2003,
https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/8423 •Ιωαννίδου
Μ., « «ΓΡΑΦΟΥΣΕΣ» ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΤΟΝ 19 ο -ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ Η
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ (1878-1963), Rijksuniversiteit
Groningen, 2001 • Αβδελά Έ–Ψαρρά Α., «Εισαγωγή», στο: Έ. Αβδελά – Α. Ψαρρά
(επιμ.), Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Μία ανθολογία, Γνώση, Αθήνα
1985 • Αντιπάτη Ι., Η αναπαράσταση της Ελληνίδας δασκάλας, λoγίας και
διανοουμένης στην ελληνική εικονογραφία κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα,
αρχές του 20 ου , διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2021
Άννα Φραντζή-Ιστορικός
Μαρουσώ Τσιριγωτάκη-Ιστορικός