Ο «Αγαθάγγελος» ήταν χρησμολογικό κείμενο του 1750, το οποίο είχε ως σκοπό να τονώσει τις ελπίδες των υποδούλων Ελλήνων για την απελευθέρωσή τους.
Τον «Αγαθάγγελο» συνέγραψε ο λόγιος αγιορείτης αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Πολυείδης, ο οποίος είχε ταξιδέψει πολύ στην Ευρώπη. Κατά τον Θεόκλητο, ο «Αγαθάγγελος», αποτελεί μετάφραση από τα Ιταλικά της οπτασίας που είδε το 1279 ο Ρόδιος ιερομόναχος Ιερώνυμος Αγαθάγγελος, ενώ βρισκόταν στη Μεσσήνη της Σικελίας.
Η ιδέα που διέτρεχε το κείμενο ήταν η ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Έλληνες. Η ιδέα αυτή παρουσιαζόταν με διακυμάνσεις στη νεότερη ελληνική ιστορία, ανάλογα με τις αισιοδοξίες και τις απογοητεύσεις τού ελληνικού λαού, χωρίς να παύει να τρέφει τις ελπίδες του έως τους πολέμους του 1912 και του 1920.
Το 1750 όταν πρωτοκυκλοφόρησε το σύγγραμμα ήταν η εποχή των ρωσοτουρκικών διενέξεων και ο ορθόδοξος Ελληνισμός έβλεπε στην επικράτηση της Ρωσίας τη δική του αποκατάσταση, σε αντίθεση με τις λοιπές ευρωπαϊκές δυνάμεις που ήσαν είτε ρωμαιοκαθολικές, είτε προτεσταντικές, ως προς το θρήσκευμα.
Συγκεκριμένα, ο Ρήγας Φεραίος, ανατυπώνοντας τον «Αγαθάγγελο» στη Βιέννη γύρω στο 1795, προσάρμοσε τις προφητείες του στην εύνοια τού ανερχόμενου τότε Ναπολέοντα. Όταν επανατυπώθηκε στην Ερμούπολη και την Αθήνα το 1838, έκανε υπαινιγμούς υπέρ τής δυναστείας τού Όθωνα και της Μεγάλης Ιδέας.
Στην Κύπρο, πάλι, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ερμηνεύτηκε φιλογερμανικώς ως νίκη τού «ξανθού γένους» (των Γερμανών) κατά των Αγγλο-γάλλων συμμάχων, οπότε θα απελευθερωνόταν η Κύπρος από την αγγλική κατοχή. Μετά την ήττα, όμως, της Γερμανίας, οι «Αγαθαγγελικοί» διέδωσαν ότι έκαναν λάθος ταυτίζοντας το «ξανθόν γένος» με τους Γερμανούς, και θα έπρεπε να αναμένουν τη σωτηρία από τους Ρώσους.
από Βικιπαίδεια