Δημοσίευμα της εφημερίδας Monde συνταράζει όλη την Ευρώπη για την αξιοπιστία των γενοσήμων φαρμακων, αποκαλύπτοντας ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ζητά την απόσυρση εκατοντάδων σκευασμάτων εκτιμώντας η έγκρισή τους είχε βασιστεί σε μη αξιόπιστες έρευνες και μελέτες.
«Εκατοντάδες γενόσημα φάρμακα ενδέχεται να αποσυρθούν από την αγορά στην Ευρώπη λόγω παραβάσεων» είναι ο τίτλος της Le Monde, με το δημοσίευμα να αναφέρεται στο ενδεχόμενο απόσυρσης εκατοντάδων γενόσημων φαρμάκων, αλλά και στις ελλείψεις που θα μπορούσαν να παρατηρηθούν στις αγορές των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εφημερίδα αναφέρει ότι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων, κρίνει ότι ένας σημαντικός αριθμός από τα γενόσημα φάρμακα που κυκλοφορούν στην Ευρώπη έλαβαν την έγκριση κυκλοφορίας επί τη βάσει μη αξιόπιστων επιστημονικά ερευνών και μελετών και αποφάσισε να εισηγηθεί στα κράτη μέλη της ΕΕ την απόσυρση τους.
Ο ΕΜΑ, αναγνωρίζοντας ωστόσο, ότι Σε περίπτωση απότομης απόσυρσης θα μπορούσαν να παρατηρηθούν ελλείψεις σε εθνικές αγορές, σύμφωνα με το δημοσίευμα, το οποίο αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η απόσυρση να γίνει σταδιακά και σε βάθος διετίας όπιυ αυτο θα χρειασθεί για τις αναγκες των ασθενών.
Σε ό,τι αφορά την Γαλλία, η εφημερίδα αναφέρει ότι η εθνική υπηρεσία φαρμάκων εξετάζει έναν κατάλογο 72 γενόσημων, και ότι στις 24 Ιουνίου θα αποφανθεί αν και πόσα από αυτά μπορούν να αποσυρθούν άμεσα.
Στο δημοσίευμα ωστόσο σημειώνεται ότι δεν έχουν παρατηρηθεί κίνδυνοι για τους ασθενείς που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα, πολλά από τα οποία μάλιστα κυκλοφορουν στην αγορά εδώ και χρόνια .
Οι πρώτες αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των επιστημονικών ερευνών, επί τη βάσει των οποίων έλαβαν κάποια γενόσημα φάρμακα την έγκριση κυκλοφορίας στην Ευρώπη, διατυπώθηκαν το 2020 και συγκεκριμένα έπειτα από πραγματογνωμοσύνη της ισπανικής υπηρεσίας φαρμάκων στην Ινδία, όπου έχει την έδρα της η εταιρία Sunapse Labs, αρμόδια για την διενέργεια πολλών επιστημονικών ερευνών.
Οι αμφιβολίες αυτές επιβεβαιώθηκαν και κατά τη διάρκεια δεύτερης επιθεώρησης της ισπανικής υπηρεσίας το 2022, η οποία έκρουσε στη συνέχεια τον κώδωνα του κινδύνου στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων.