10η συνεχόμενη μεγάλη εκλογική νίκη. 20 συνεχόμενα χρόνια στην ηγεσία της χώρας. Η νίκη του Ταγιπ Ερντογάν για μια τρίτη προεδρική θητεία όσο και εάν προκαλεί χαρά ή ανακούφιση και σε άλλους απελπισία, φόβο ή ανησυχία δεν αφήνει σε κανέναν τον περιθώριο να αμφισβητήσει πως η περίπτωση του, η μοναδική ικανότητα επιβίωσης και υπερίσχυσης του στον πολιτικό στίβο τον καθιστά ένα πολιτικό φαινόμενο άξιο μελέτης.
Οι λόγοι για να ψηφίσει κανείς τον αντίπαλό του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου που είχε την επίσημη στήριξη έξι κομμάτων και του φιλοκουρδικού HDP, πλείστοι και κρίσιμοι: εκτόξευση του πληθωρισμού και του κόστους ζωής σε επίπεδα πρωτόγνωρα, κατάφωρη παραβίαση δικαιωμάτων, πλήρης έλεγχο της πολιτικής ζωής και της δικαιοσύνης, διαφθορά, σκάνδαλα…Κι όμως οι ψηφοφόροι πηγαίνοντας ξανά μαζικά στις κάλπες σε ένα ποσοστό 52% επέλεξαν αυτός να είναι και πάλι ο πολιτικός άνδρας που θα ηγηθεί της χώρας.
Μείζον, διπλό ερώτημα βέβαια είναι τι σημαίνει αυτό για τους εντός και εκτός χώρας.
Στο εσωτερικό είναι σαφές πως η διολίσθηση προς μια όλο και πιο απολυταρχική διακυβέρνηση θα συνεχιστεί και η λέξη «ελευθερία» θα αποκτά διαρκώς νέο νόημα.
Κυρίως όμως τρεις κρίσιμοι παράγοντες, πέραν των δεδομένων προθέσεων του Ερντογάν, θα ενισχύσουν την εθνικιστική μέθη που διακατέχει το σύνολο της χώρας και παράλληλα θα σπρώξουν σε περαιτέρω απομάκρυνση αυτής από ό,τι είχε απομείνει από την κοσμική Τουρκία που ίδρυσε πριν από 100 χρόνια ο Κεμάλ Αττατουρκ και αποτελειώνει σιγά σιγά ο «μαθητής» του εθνικιστή-ισλαμιστή πρώην πρωθυπουργού Αντνάν Μεντερές.
Εθνικισμός και αποχαιρετισμός στο κοσμικό κράτος
Κατά πρώτον ο Ερντογάν έχει σύμμαχο μια Εθνοσυνέλευση που κατά ένα ποσοστό άνω του 50% αποτελείται απλό εθνικιστές, σε σημαντικό μάλιστα ποσοστό ακραίους.
Συνεπώς κάθε επιδίωξη του που εξυπηρετεί την εθνικιστική του ρητορική και πολιτική θα υποστηρίζεται στη Βουλή και θα προπαγανδίζεται σε υπερθετικό βαθμό με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει, αφού το τζίνι όταν βγαίνει από το λυχνάρι, δύσκολο ελέγχεται.
Κατά δεύτερον όλες οι πληροφορίες θέλουν τον επανεκλεγέντα πρόεδρο να στρέφεται το προσεχές διάστημα στις χώρες του Κόλπου για οικονομική βοήθεια προκειμένου να «μπαλώσει» την κρίση που σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος δημιούργησε.
Αυτή η κίνηση υπάρχουν φόβοι πως θα συνοδευτεί από μια γενικότερη σύσφιξη των σχέσεων με όλες αυτές τις χώρες και μοιραία θα οδηγήσει σε μια πιο εμφανή, βαθιά στροφή προς το Ισλάμ.
Εξάλλου η ισορροπία «ήπιο Ισλάμ» με ολίγον από κοσμικό κράτος είχε ήδη αρχίσει να εγκαταλείπεται υπέρ του «περισσότερο Ισλάμ» και αυτό ήταν εμφανές ήδη στους δρόμους ακόμη και μεγάλων πόλεων.
Η χώρα έμεινε χωρίς «άμυνες»
Κατά τρίτον, η χώρα σε αυτές τις εκλογές φαίνεται να έχασε και τις άμυνές της, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο.
Ο Κιλιτσντάρογλου αφενός έγινε ένα κακέκτυπο του Ερντογάν οδεύοντας προς τις κάλπες χρησιμοποιώντας έναν σκληρό, ακραίο βαθιά προβληματικό πολιτικό λόγο αφενός με την ήττα του έβαλε για καιρό ταφόπλακα σε κάθε ελπίδα ανάδειξης μια «εναλλακτικής» για τη χώρα.
Φυσικά δεν ήταν ούτε χαρισματικός, ούτε η πρώτη επιλογή από τις προσωπικότητες της αντιπολίτευσης για να σταθεί απέναντι στον Ερντογάν από τον οποίο χάνει σε κάθε εκλογική αναμέτρηση εδώ και χρόνια (είτε ως υποψήφιος πρόεδρος είτε ως αρχηγός του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος).
Κατάφερε ωστόσο ως εκπρόσωπος του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης να δημιουργήσει την συμμαχία έξι κομμάτων και για πρώτη φορά φάνηκε ρεαλιστική η προοπτική αλλαγής σελίδα στη χώρα.
Όσοι των ψήφισαν, σίγουρα δεν ψήφισαν τον ίδιο αλλά απλά «τον άλλο» δηλαδή αυτόν που δεν ήταν ο Ερντογάν.
Η αντιπολίτευση θα χρειαστεί σίγουρα πολύ καιρό για να συνέλθει από την ήττα και ακόμη περισσότερο για να εμπνεύσει ξανά εμπιστοσύνη ενώ ο ίδιος ο Κιλιτσντάρογλου πολιτικά έχει «τελειώσει».
Η περίοδος εσωστρέφειας και ανασύνταξης θα είναι δύσκολη και το ερώτημα είναι πόσο καιρός θα χρειαστεί για βρεθεί ένα πρόσωπο που θα εμπνεύσει ξανά ειδικά όταν ο δημοφιλής δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης είναι συνεχώς στο στόχαστρο της Δικαιοσύνης.
Μείζον ερώτημα: τι θα κάνει με «φίλους» και «εχθρούς»
Φυσικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και το αύριο της Τουρκίας μετά την επανεκλογή Ερντογάν σε σχέση τις διεθνείς εξελίξεις και τις σχέσεις τις με άλλες χώρες.
Όπως επισημάνθηκε, η στροφή προς τις χώρες του Κόλπου είναι δεδομένη και η σχέση με την Ρωσία δεν αναμένεται να (εκτός απρόβλεπτων εξελίξεων) να παρουσιάσει αλλαγές.
Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ όμως είναι ένα αίνιγμα. Είναι ξεκάθαρο πως εάν ο Ερντογάν συνεχίσει να ασκεί την ίδια πολιτική αψηφώντας αυτές, εκβιάζοντας, απειλώντας, υβρίζοντας ο διχασμός στην Ουάσιγκτον θα γίνει όλο και πιο βαθύς.
Από τη μία είναι εμφανές πως υπάρχει ένα μπλοκ εχθρικό πλέον προς την Άγκυρα που αρνείται να κάνει τα στραβά μάτια ή τα χατίρια στον Ερντογάν και από την άλλη το πιο φοβικό μπλοκ που την αντιμετωπίζει πάντα ως εξαιρετικά πολύτιμο σύμμαχο που δεν πρέπει για κανένα λόγο να αφεθεί περάσει σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Η λύση αυτής της εξίσωσης είναι σαφώς εξαιρετικά δύσκολη και φυσικά πολλά θα εξαρτηθούν από τις κινήσεις του ίδιου του Ερντογάν αλλά και κατά πόσο η Δύση θα χρησιμοποιήσει τις αγορές ως μέσο άσκησης πίεσης.
Βέβαια υπάρχει και το μείζον ερώτημα του τι μπορεί να περιμένει η Ελλάδα την επόμενη ημέρα. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι πως «ελπίζουμε για το καλύτερο και προετοιμαζόμαστε πάντα για το χειρότερο».
Αυτό ωστόσο που μπορεί να θεωρηθεί ως μια ίσως πιο ασφαλής εκτίμηση, είναι πως δεδομένης τη σκληρής γλώσσας κατά των μεταναστών, η παραμονή των οποίων στην Τουρκία δαιμονοποιήθηκε σε πρωτοφανή βαθμό, δεν αποκλείεται να ασκηθούν στην χώρα μας νέες πιέσεις αφού δόθηκαν υποσχέσεις πως απομακρυνθούν άμεσα…
Της Κατερίνας Πρίφτη