Home

ΡΟΗ  ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Το Ελληνικό κράτος αδιαφορεί για τις αυτόχθονες ελληνικές κοινότητες

0 σχόλια ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

του Θοδωρή Ασβεστόπουλου

«Η Ελλάδα αδιαφορεί για τα παιδιά της και ειδικά για αυτά που έμειναν εκτός επικράτειας της» ήταν το συμπέρασμα της ημερίδας που διοργάνωσε η Οικουμενική Ομοσπονδία Κωνσταντινουπολιτών την Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου, με αφορμή την 63η επέτειο του πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, το οποίο έμεινε στην ιστορία ως «Σεπτεμβριανά».

Πλήθος κόσμου κατάκλυσε την αίθουσα εκδηλώσεων του Πνευματικού Κέντρου Κωνσταντινουπολιτών και παρακολούθησε με ενδιαφέρον την ημερίδα με θέμα «Οι ολέθριες συνέπειες της εξουσιομανίας η κατάκτηση και διατήρηση της εξουσίας στην ημεδαπή και οι αυτόχθονες Ελληνικές κοινότητες εκτός επικράτειας», την οποία συντόνισε ο δημοσιογράφος Άρης Πορτοσάλτε.

Στην εκδήλωση αναπτύχθηκαν από τους εισηγητές θέματα σχετικά με την πολιτική που ακολούθησε το ελληνικό κράτος από την ίδρυση του απέναντι στα ζητήματα που αφορούσαν την ελληνική κοινωνία εντός και εκτός συνόρων και κυρίως στο πως αντιμετώπισε τις αυτόχθονες κοινότητες των Ελλήνων που παραμένουν έως σήμερα εκτός ελληνικής επικράτειας.

«Οι Καταστροφές του Ελληνισμού οργανώθηκαν στην Αθήνα»

«Το ελληνικό πολιτικό προσωπικό το μόνο που ενδιαφέρεται είναι να οικειοποιείται για να καρπώνεται αυτό που αποτελεί δημόσιο χώρο για προσωπικό του όφελος και γι’ αυτό δεν δίνει καμία σημασία στα ζητήματα που αναφέρονται στο δημόσιο συμφέρον. Αυτό το βλέπουμε τόσο στην διαχείριση των εσωτερικών πραγμάτων όσο και στα εξωτερικά ζητήματα», ανέφερε ο Ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Γιώργος Κοντογιώργης στην πρώτη εισήγηση με θέμα «Ο Ελληνισμός στα αζήτητα του νεοελληνικού κράτους».

Ο κ. Κοντογιώργης τόνισε ότι «Όλες οι καταστροφές του Ελληνισμού δεν έγιναν στο μέτωπο, δεν έγιναν στα διπλωματικά σαλόνια αλλά οργανώθηκαν στην Αθήνα και αυτό το παρακολουθούμε σε όλα τα εθνικά θέματα που είναι σήμερα ζωντανά. Όταν γεννήθηκε το Κυπριακό, οι κυβερνήσεις αντί να οργανώσουν την δύναμη του Ελληνισμού για να διαπραγματευτεί με αυτούς που έπρεπε να διαπραγματευτεί, οργάνωναν διαδηλώσεις στην Ελλάδα σαν να διαπραγματεύονταν με τους Έλληνες. Το ίδιο έγινε όταν εμφανίστηκε το Σκοπιανό. Οι κυβερνήσεις οργάνωναν συλλαλητήρια στην Ελλάδα αντί να οργανώσουν την Ελλάδα και να επεξεργαστούν τις λύσεις που θα διαπραγματευόντουσαν με αυτούς που διαμορφώνουν τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής».

Ως εκ τούτου κατέληξε ότι, «Δεν είναι μόνο ο Ελληνισμός στα αζήτητα του ελληνικού κράτους αλλά το κράτος εχθρεύεται την ελληνική κοινωνία διότι η κοινωνία έχει ισχυρή συνοχή και αντίσταση σε αυτή την πολιτική που ακολουθείται και καταστρέφει τον Ελληνισμό».

«Στην Κύπρο δεν έχουμε δει ακόμα το τέλος του δράματος»

«Από τον Αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου για την Ένωση με την Ελλάδα φτάσαμε σε μια ανεξαρτησία με αρκετές “ουρές”, δηλαδή η Τουρκία απέκτησε εγγυητικά δικαιώματα και ταυτόχρονα η τουρκοκυπριακή μειονότητα  απέκτησε υπερ-προνόμια. Στην πορεία οι Έλληνες δεν εγκατέλειψαν τον στόχο της Ένωσης, αλλά ο Μακάριος, αντιλαμβανόμενος διάφορα δεδομένα μετά την άνοδο της χούντας στην Ελλάδα, ακολούθησε την πολιτική του εφικτού που ήταν η ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία και όχι το ευκταίο (δηλαδή το επιθυμητό) της Ένωσης. Δυστυχώς όμως η χούντα του Ιωαννίδη τον ανέτρεψε και έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλλει, να κατακτήσει σχεδόν το 40% της Κύπρου και να προβεί σε εθνοκάθαρση, χωρίς να έχουμε δει ακόμα το τέλος του δράματος», είπε ο πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Ανδρέας Θεοφάνους αναπτύσσοντας το θέμα «Η ανατομία της κυπριακής τραγωδίας και τα υφιστάμενα διλλήματα».

Όσον αφορά τον ρόλο και τις ευθύνες του ελληνικού κράτους ο κ. Θεοφάνους ανέφερε ότι, «Η συμφωνία που επετεύχθη το 1960 ήταν αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων που υπήρχε στην ανατολική Μεσόγειο και οδήγησε σε ένα προβληματικό Σύνταγμα». Παράλληλα πρόσθεσε ότι, «Το μεγάλο πρόβλημα ήταν το 1974 όπου ο Μακάριος είχε πετύχει σχεδόν ένα δεύτερο ελληνικό κράτος και η χούντα τον ανέτρεψε. Όσα λάθη και να είχε κάνει ο Αρχιεπίσκοπος, όσα ζητήματα και να υπήρχαν άλυτα αυτό που είχε γίνει ήταν και προδοτικό και ολέθριο».

Σχολιάζοντας την παρούσα κατάσταση ο πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων είπε ότι, «Η Τουρκία στοχεύει να παραμερίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, με τον εποικισμό αλλοιώνει καθημερινά τα δημογραφικά δεδομένα, ενώ υπήρξαν διαχρονικές παραχωρήσεις από την ελληνική πλευρά μετά την εισβολή το 1974 μέχρι σήμερα, που θεωρώ ότι το διαπραγματευτικό κεκτημένο έως έχει εάν υλοποιηθεί θα επιβραβευθούν οι τουρκικές επιδιώξεις και για αυτό πρέπει να είμαστε παρά πολύ προσεκτικοί».

Στέλνοντας ένα μήνυμα στις κυβερνήσεις σε Αθήνα και Λευκωσία ο κ. Θεοφάνους είπε: «Ως Ελλάδα, ως Κυπριακή Δημοκρατία και ως έθνος πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί, πιο οργανωμένοι, να λαμβάνουμε υπ’ όψιν τα ιστορικά δεδομένα χωρίς να είμαστε κατ’ ανάγκην δέσμιοι σε αυτά, αλλά και να έχουμε έναν προγραμματισμό και σε πολιτικό επίπεδο να μην βλέπουμε μόνο τις επόμενες 24 ώρες. Υπήρξαν δύσκολες στιγμές και στο παρελθόν και τα καταφέραμε. Ακόμα και σήμερα που είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα με καλή οργάνωση μπορούμε να πετύχουμε αρκετά».

«Οι Βορειοηπειρώτες βαρέθηκαν να είναι η γέφυρα φιλίας Ελλάδας – Αλβανίας»

Από την πλευρά της η Γενική Γραμματέας της Κίνησης για την Αναγέννηση της Βορείου Ηπείρου Αθηνά Κρεμμύδα υποστήριξε ότι τα τελευταία χρόνια το ελληνικό κράτος δεν είχε ενιαία, σοβαρή εθνική γραμμή για τα κρίσιμα εθνικά μας θέματα.

«Το δόγμα της εξωτερικής μας πολιτικής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φοβικό και ευθυνόφοβο. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ίων Δραγούμης χαρακτήριζε την τότε εξωτερική πολιτική ως κοντόφθαλμη αρπάζοντας το πολύ-πολύ κάποιο κόκκαλο και αδιαφορώντας για τον πολύ ευρύτερο εκτός συνόρων ελληνισμό. Πίστευε επίσης ότι ως γνώμονα στην διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής, πρέπει να έχει το ελληνικό κράτος, τα συμφέροντα του έθνους. Με προβληματισμό διαπιστώνουμε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στην νοοτροπία της ελληνικής πολιτικής ελίτ», είπε μεταξύ άλλων η κυρία Κρεμμύδα στην ομιλία της με θέμα «Ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός, τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και η εγκατάλειψη από το ελληνικό κράτος».

Όπως σημείωσε, «Τα κυβερνόντα κόμματα κυρίως μετά το 1990 δείχνουν να διακατέχονται από ένα μόνιμο άγχος να μην δυσαρεστήσουν ξένες μεγάλες δυνάμεις και χάσουν την εύνοια τους και επομένως την εξουσία».

Αναφερόμενη στο Βορειοηπειρωτικό επισήμανε ότι «Οι τελευταίες εξελίξεις στα Βαλκάνια αλλά και η έξαρση του ακραίου επεκτατισμού στην Αλβανία, επιβάλλουν η Ελλάδα να διεκδικήσει το χαμένο της ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Πρέπει επιτέλους να σταματήσουν οι αφελείς ιδεοληψίες και δόγματα  από την  πλευρά των Αθηνών και να ακολουθήσουν βήματα διεκδικητικής πολιτικής για να ενισχυθεί ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου».

Επίσης υπογράμμισε ότι, «Σήμερα επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε η οικονομική, κοινωνική, θρησκευτική, πολιτιστική και πολιτική επιβίωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία. Η φιλία, η σταθερότητα και η ειρήνη στην περιοχή προϋποθέτουν την έναρξη διαλόγου με τους γείτονες. Ο διάλογος, όμως, απαιτεί σκληρή διαπραγμάτευση και όχι υποχωρήσεις εν ονόματι μίας αόριστης φιλίας».

Η Γ.Γ. της Κίνησης για την Αναγέννηση της Βορείου Ηπείρου έστειλε το μήνυμα πως «Οι Βορειοηπειρώτες έχουν βαρεθεί να είναι “η γέφυρα που ενώνει την Ελλάδα και την Αλβανία”, γιατί έχουν βαρεθεί να τους ποδοπατάνε οι εκάστοτε κυβερνήσεις εκατέρωθεν. Η υποχωρητική στάση της Αθήνας, και η απουσία ενιαίας εθνικής πολιτικής για το βορειοηπειρωτικό ζήτημα συντείνουν στην συρρίκνωση και ενδεχομένως  τον αφανισμό της μειονότητας. Ας ελπίσουμε ότι τα λάθη του παρελθόντος και του παρόντος  δεν θα καταδικάσουν το μέλλον του βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού».

«Το ελληνικό κράτος δεν είχε προτεραιότητα να παραμείνει ο Ελληνισμός σε Πόλη, Ίμβρο και Τένεδο»

«Η Ελληνο-ορθόδοξη κοινότητα της Πόλης μαζί με την Ίμβρο  και την Τένεδο ήταν το τελευταίο κομμάτι του Ελληνισμού που παρέμεινε στην Τουρκία μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Σε γενικές γραμμές αυτό που συνέβη μετά το 1923 ήταν το ίδιο το οποίο συνέβη στην όλη Μικρά Ασία και την καθ’ ημάς Ανατολή. Το ίδιο πρόγραμμα συνεχίστηκε και εφαρμόστηκε με συνέπεια και συστηματικότητα ώστε σήμερα να έχουμε την θλιβερή επέτειο του πογκρόμ του 1955, για το οποίο έχει αποδειχθεί ότι το ίδιο το τουρκικό κράτος οργάνωσε έναν εκτεταμένο διωγμό σε μεγάλη κλίμακα όπου στην ευρωπαϊκή ιστορία έχει ομοιότητα μόνο με την Νύκτα των Κρυστάλλων  στη Γερμανία το 1938», είπε στο Κανάλι Ένα ο πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, ο οποίος ανέπτυξε την τελευταία εισήγηση με θέμα «Η μετά το 1923 τύχη του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης και η διελκυστίνδα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων υπό τον Άγγλο-Σαξονικό παράγοντα».

Ο κ. Ουζούνογλου έκανε σαφές ότι, «Το ζήτημα της παραμονής αυτού του μικρού τμήματος του Ελληνισμού της Ανατολής στις πατρογονικές του εστίες δεν ήταν ζήτημα προτεραιότητας για τις ελληνικές κυβερνήσεις. Άλλα ζητήματα ετίθεντο σε προτεραιότητα από την Αθήνα και βέβαια εδώ υπήρχε το κυρίαρχο θέμα ότι δεν έχουμε σταθερή και συνεπή πολιτική σε κάποιο ζήτημα. Αντίθετα, υπάρχουν συνέχεια αλλαγές τις οποίες η Τουρκία τις γνωρίζει, ενώ η Τουρκία είναι ένα κράτος με παράδοση και συνέπεια, στοιχεία που τα εφαρμόζει σε αυτά τα ζητήματα».

Κλείνοντας την ημερίδα, ο συντονιστής και γνωστός δημοσιογράφος Άρης Πορτοσάλτε, αφού άκουσε προσεκτικά όλες τις εισηγήσεις, πρότεινε να διοργανωθεί στο άμεσο μέλλον μία εκδήλωση στην οποία οι εκπρόσωποι των αυτοχθόνων  ελληνικών κοινοτήτων εκτός Ελλάδος θα θέσουν ευθέως τους προβληματισμούς τους σε βουλευτές και εκπροσώπους των ελληνικών κομμάτων. «Εκεί θα δούμε τελικά αν η Ελλάδα δεν θέλει ή θέλει αλλά δεν μπορεί να ασχοληθεί αποτελεσματικά με τον Ελληνισμό της Πόλης, της Κύπρου και της Βορείου Ηπείρου», είπε συμπερασματικά ο κ. Πορτοσάλτε.

Σχετικά Αρθρα