Τα νανοπλαστικά – πλαστικά σωματίδια με διάμετρο μικρότερη του 0,001 χιλιοστομέτρου- επηρεάζουν την ικανότητα του σώματος να απορροφά τα αντιβιοτικά και μπορεί ακόμη και να οδηγήσει στην ανάπτυξη βακτηρίων ανθεκτικών στα εν λόγω φάρμακα, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Χρησιμοποιώντας πολύπλοκα μοντέλα των μοριακών δομών των κοινών, καθημερινών πλαστικών πολυαιθυλενίου (PE), πολυπροπυλενίου (PP), πολυστυρενίου (PS) καθώς και νάιλον 6,6 (N66), ερευνητές από τα Πανεπιστήμια της Βιέννης, της Βόννης και του Ντέμπρετσεν, διαπίστωσαν ότι τα νανοπλαστικά μπορούν να προσδεθούν στο αντιβιοτικό τετρακυκλίνη, βλάπτοντας ή ακόμα και μπλοκάροντας πλήρως την ικανότητα του σώματος να απορροφά μέρη του. Η τετρακυκλίνη είναι ένα κοινό αντιβιοτικό ευρέος φάσματος που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία πολλών ασθενειών- από τη σύφιλη έως τις βακτηριακές λοιμώξεις του δέρματος και των πνευμόνων.
«Ο δεσμός που δημιουργείται είναι ιδιαίτερα ισχυρός με το νάιλον», δήλωσε ο ερευνητής.
«Το φορτίο των μικροπλαστικών και των νανοπλαστικών είναι περίπου πέντε φορές υψηλότερο στους εσωτερικούς χώρους από ό,τι στους εξωτερικούς. Το νάιλον εκλύεται από υφάσματα και εισέρχεται στον οργανισμό μέσω της αναπνοής» εξήγησε.
Καθημερινά προϊόντα που κατασκευάζονται από PE, PP, PS και N66 διασπώνται σε νανοπλαστικά μέσω της έκθεσης στο ηλιακό φως, σε χημικές ουσίες αλλά και μέσω της φυσικής τριβής. Αυτά διασπώνται σε κομμάτια που δεν είναι ορατά με το ανθρώπινο μάτι.
Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των νανοπλαστικών δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητές, καθώς η έρευνα για τον αντίκτυπό τους στην ανθρώπινη υγεία είναι ακόμα σχετικά νέα. Οι επιστήμονες εργάζονται για να αποκαλύψουν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τους όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και σε οικοσυστήματα όπως τα θαλάσσια και χερσαία ενδιαιτήματα.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι εξαιτίας του μικροσκοπικού τους μεγέθους, τα νανοπλαστικα μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τον οργανισμό σε κυτταρικό επίπεδο, και να περάσουν μέσα από τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, ο οποίος περιορίζει την είσοδο ουσιών, όπως μεγάλα μόρια, τοξίνες και παθογόνα, στον εγκέφαλο.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature».
ΠΗΓΗ: New Atlas, ertnews