Του Συμεών Πεϊμανίδη.
Για την Ύδρα νιώθω πάντοτε την ίδια προσμονή. Κάθε φορά που παίρνω το πλοίο (δυστυχώς, όχι αυτό της γραμμής), για να πάω σ’ αυτό το υπέροχο νησί, νιώθω ήδη την ηρεμία της μεσημβρινής σιέστας, που απαραιτήτως εκτελείται υπό τους ήχους των τζιτζικιών, το δροσερό αεράκι να σπρώχνει απαλά την κουρτίνα, κι αυτή να σταματά στο προσκεφάλι, βρίσκοντας αντίσταση στο ντιβάνι.
Τελευταία, διαβάζω συχνά σε έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα για τα οφέλη μιας σύντομης απόδρασης στο νησί του Μιαούλη, των Κουντουριώτηδων, του Τέτση και άλλων σημαινουσών προσωπικοτήτων. Θετικό αυτό, αρκεί να μην οριοθετείται η ομορφιά της Ύδρας μόνο πέριξ του γραφικού της λιμανιού. Κι αυτό γιατί αισθητικά, αρχιτεκτονικά, οσμητικά, το πιο πολυζωγραφισμένο νησί της Ελλάδος έχει ένα πλούσιο εσωτερικό.
Περιδιαβαίνοντας τα στενά σοκάκια, βλέπεις τις πολύχρωμες πόρτες των σπιτιών, τους ασβεστωμένους τοίχους, που φθείρονται αργά, τις ευτραφείς γάτες. Μια εικόνα τόσο γεμάτη… Αν είσαι τυχερός, μπορεί να πετύχεις κάποια πόρτα ανοικτή. Με μια κλεφτή ματιά, ενδέχεται να δεις μια από τις λίγες εναπομείνασες βοτσαλωτές αυλές (κάτι που χρειάζεται, προφανώς, αρκετή δόση τύχης). Δεν υπάρχει πιο όμορφο πράγμα στο νησί, από αυτόν τον οριοθετημένο χώρο, στον οποίο, μόλις περάσει η 5η απογευματινή, μαζεύονται οι άνθρωποι για να πουν τα νέα. Ο λουλουδένιος της διάκοσμος απαρτίζεται συνήθως από βοκαμβίλιες, ιβίσκους, φτέρες, καμιά φορά και λεμονιές. Οι μυρωδιές των φυτών, με το άρωμα του ελληνικού καφέ, η φωνή που συνήθως έρχεται από την κουζίνα συνθέτουν μια ξεχωριστή οσμητική και ακουστική εικόνα. Το βασικότερο όμως χαρακτηριστικό της Υδραίικης αυλής είναι πως δεν αντιμετωπίζεται ως μια «αίθουσα αναμονής» για τα επόμενα. Για την έξοδο, τη βόλτα, γενικώς τη διασκέδασή εκτός. Είναι ένα ιδιαίτερο, αυθύπαρκτο μέρος του σπιτιού, που νοηματοδοτείται ποικιλοτρόπως.
Η ανάβαση.
Η αλήθεια είναι πως τα σκαλιά στην Ύδρα είναι πολλά σε αριθμό. Το να φύγεις από το λιμάνι και να πας μέχρι την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου του Υδραίου, που βρίσκεται στην κορυφή του βουνού «Έρως» είναι υπόθεση δύσκολη. Οι ντόπιοι, περισσότερο από συνήθεια, ανεβαίνουν άνευ διαλείμματος. Το ενδιαφέρον όμως βρίσκεται σε αυτούς που σταματούν.
Η Ύδρα είναι «χωρισμένη» σε σκαλιά και κεφαλόσκαλα. Τα σκαλιά έχουν, για εμένα, καθαρά πρακτική χρήση. Αντιθέτως, στο κεφαλόσκαλο σταματούν όσοι θέλουν να ξαποστάσουν, καθήμενοι συνήθως σε κάποιο μικρό πλάτωμα μπροστά στην πόρτα ενός σπιτιού. Συνήθως είναι άνθρωποι που δεν έχουν συνηθίσει αυτή την ανάβαση, τουρίστες ή λάτρεις της παρατήρησης. Οι τελευταίοι, σχεδόν πάντα, προσπαθούν να προσδιορίσουν τον τόπο κατοικίας σου, με βάση άτυπους οδοδείκτες, τοπωνύμια και σπίτια γνωστών προσώπων της μικρής κοινωνίας. Αυτός είναι, πιστεύω, ο βαθύτερος στόχος ενός διαλείμματος στην Ύδρα. Μετά έρχεται η ξεκούραση…
Στα ψηλά.
Η πιο ωραία γωνιά του νησιού βρίσκεται ψηλά, στην Κιάφα. Σε αυτή, την πιο παλιά γειτονιά του νησιού, συνάντησα όλα όσα περιγράφηκαν παραπάνω. Είναι μια περιοχή ζωηρή και απόκοσμη μαζί, γιατί, ενώ μου προσφέρει κάθε φορά τις εικόνες που θέλω να συλλέξω, με βάζει πάντα σε μια συνθήκη ολιγόωρης, πλην αξιοζήλευτης, μοναξιάς. Εκεί εντόπισα τα τελευταία χρόνια τη σπάνια ομορφιά αυτού του νησιού. Ανάμεσα σε καμάρες, σοκάκια, εκκλησάκια και περιβόλια. Στο επαναλαμβανόμενο αυτό μοτίβο που εκεί τηρείται σχεδόν απαρέγκλιτα. Κι έτσι, αυτή την ομορφιά, σταμάτησα να την φυλακίζω σε μέρη αρκούντος γνωρισμένα.