του Δημήτρη Αντωνόπουλου
Δεν υπήρξε άνθρωπος, ούτε υπάρχει βέβαια, που να τα ονομάζει δισκοπωλεία. Δισκάδικα είναι το σωστό.
Το αληθινό μάλλον. Δισκάδικα.
Εκεί όπου κάθε μουσική φυλή, θα ξόδευε ώρες, απογεύματα μα και πρωινά ολόκληρα, στην αναζήτηση ενός συγκεκριμένου άλμπουμ μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες.
Σήμερα, μιλάμε ασφαλώς για ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό (μουσικό) σύμπαν στον τρόπο μετάδοσης της μουσικής, όπως και της πληροφορίας επίσης.
Μοιάζει σαν να πέρασαν κάποιοι αιώνες από την εποχή του βινυλίου.
Κάθε χρονιά μάλιστα, χαμογελάω, διαβάζοντας άρθρα ξανά και ξανά για την επιστροφή του βινυλίου.
Σίγουρα, διεκδικεί κι εκείνο το δικό του μερίδιο στην αγορά, όμως στην ουσία είναι σαν να γυρεύει κάποιος μια χρονομηχανή τελικά.
Δεν είναι (και δεν ήταν) το ίδιο το βινύλιο μόνο, ήταν (και είναι) μια ολόκληρη εποχή.
Μια εποχή που πέρασε, μαζί με τη μαγεία μιας ολόκληρης ιεροτελεστίας, όπως ήταν η απόκτηση, μα πολύ περισσότερο ο τρόπος ακρόασης του άλμπουμ συνολικά.
Υπήρξαν άπειρες περιπτώσεις όπου κάποιος αγόρασε ένα άλμπουμ γιατί κάτι του είπε το εξώφυλλο, συχνά δίχως να γνωρίζει το παραμικρό για τον μουσικό η το συγκρότημα μάλιστα.
Όταν το ένστικτό του τον δικαίωνε, ένας πολύ δυνατός έρωτας είχε μόλις γεννηθεί, όταν από την άλλη το άλμπουμ ήταν μέτριο η και κάτω του μετρίου ακόμα, η ίδια η διαδικασία ακρόασης, ο τρόπος εστίασης στη μουσική, δημιουργούσε μια δυνατή σχέση με το άλμπουμ και πάλι.
Δισκάδικα.
Οι ναοί της μουσικής, πριν από το διαδίκτυο, πριν από την ψηφιακή εποχή γενικότερα.
Σε επόμενο άρθρο, θα παρουσιάσω μια λίστα με μερικά από τα σημαντικότερα του άλμπουμ της χρονιάς που φεύγει, καθώς σιγά – σιγά πλησιάζουμε στις ανασκοπήσεις και τα σχετικά, όπως συμβαίνει πάντα στο τέλος κάθε έτους.
Λίγο πριν από τις γιορτές, χωρίς κάποια διάθεση νοσταλγίας απαραίτητα, θεωρώ πως κάθε αληθινός φίλος της μουσικής, αξίζει να κάνει μια βόλτα σε κάποιο δισκάδικο.
Να κλείσει για δύο ώρες το κινητό του δηλαδή και να μπει σε έναν από τους ναούς της μουσικής που ακόμη αντέχουν.
Οι νεώτεροι για να συναντήσουν έναν ολόκληρο κόσμο πριν από το διαδίκτυο και εκείνοι που έζησαν την εποχή όπου ένα δισκάδικο ήταν μια πόρτα στον παράδεισο της μουσικής, για αισθανθούν ίσως και πάλι κάτι από αυτή τη μοναδική αίσθηση.
Τώρα που το σκέφτομαι, ναι, μια χρονομηχανή δεν ακούγεται καθόλου άσχημη ιδέα για δύο ώρες.
Το αντίθετο μάλιστα.
Κάποια πράγματα, όπως ένα καλό και ψαγμένο δισκάδικο, έχουν τον δικό τους μοναδικό τρόπο να σε ταξιδεύουν σε πολύ πιο ιδιαίτερα μουσικά μονοπάτια.