Ο Νίκος Τσάρας (1774 – Ιούλιος 1807), γνωστότερος ως Νικοτσάρας, ήταν ένας από τους σημαντικότερους και ηρωικότερους αρματολούς του Ολύμπου.
Γεννήθηκε το 1774 στο χωριό Γιαννωτά, στις πλαγιές του Ολύμπου και πατέρας του ήταν ο κλεφταρματολός Πάνος Τσάρας.
Σε ηλικία 18 χρονών, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, κατέφυγε στην φιλική προς την οικογένεια του φατρία των Λαζαίων, μαζί με τον αδερφό του Κώστα και με τη βοήθεια τους έγινε αρχηγός του αρματολικιού στο Βλαχολίβαδο και διακρίθηκε για τη φιλοτιμία του, την αφιλοχρηματία του και τα σωματικά του χαρίσματα.
Απέδειξε ότι είχε ηγετικά προσόντα όταν βρέθηκε στη δίνη της βεντέτας της οικογένειας του με τον κλεφτοκαπετάνιο Βλαχοθόδωρο και όταν ξεσήκωσε την περιοχή του Ολύμπου, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου τη περίοδο 1792 – 1794, εναντίον των πασάδων της Μακεδονίας.
Ακόμα ο ιστορικός Κασομούλης αναφέρει ότι ο Νικοτσάρας είχε επαφές με τον Έλληνα ναύαρχο του ρωσικού ναυτικού, Λάμπρο Κατσώνη, για παράλληλα χτυπήματα από στεριά και θάλασσα στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου και της Μακεδονίας.
Όταν οι Ρώσοι με τους Οθωμανούς έκλεισαν ειρήνη, ο Αλή πασάς κατεδίωξε τους κλέφτες που συνεργάστηκαν μαζί τους. Έτσι ο Νικοτσάρας με τους συνεργάτες του, τους Λαζαίους, τον Βέργο και τον Χαρίση, κατέφυγε στις Σποράδες και έκανε πειρατικές επιδρομές στα παράλια για να αποδυναμώσει τον Αλή πασά, που πολεμούσε ήδη σε άλλο μέτωπο.
Εκείνη την περίοδο ο πασάς του Βιδηνίου, Οσμάν Πασβανόγλου, παλιός συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου, είχε αποστατήσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αναγκάζοντας πολλούς πασάδες της ηπειρωτικής Ελλάδας να στείλουν δυνάμεις να τον υποτάξουν.
Ο Νικοτσάρας παρέμεινε πειρατής μέχρι το 1801 όποτε και ο Αλή πασάς του ξαναπαρέδωσε το αρματολίκι στο Βλαχολίβαδο, αλλά οι σχέσεις τους οδηγήθηκαν πάλι σε ρήξη και ο φημισμένος πλέον κλέφτης άνοιξε πόλεμο ξανά στον πασά.
Το 1804 έλαβε μέρος στην Επανάσταση της Σερβίας με δύναμη 550 ανδρών. Εκείνη την χρονιά δολοφόνησε έναν αξιωματούχο του πασά και μετά ξεκίνησε πάλι να παρενοχλεί τους προύχοντες και τους Οθωμανούς του Ολύμπου.
Όταν όλη η περιοχή, Έλληνες κλέφτες πρώην εχθροί του πατέρα του μαζί με τους Τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες, εναντιώθηκε στον Νικοτσάρα και τον επικήρυξαν, εκείνος κατέφυγε στην Ύδρα, όπου ο Λάζαρος Κουντουριώτης, του απένειμε την υπηκοότητα της νεοϊδρυθείσας, Ιονίου Πολιτείας.
Στη Μάχη του Στρυμώνα
Τον Ιούνιο του 1807, και ενώ είχε ξεσπάσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο Ρώσος ναύαρχος Δημήτριος Σινιάβιν τον κάλεσε στην Τένεδο και του πρότεινε συνεργασία κατά των Τούρκων.
Κέρδισε τους Τούρκους στο (Άνω) Νευροκόπι και το Μελένικο της βορειοανατολικής Μακεδονίας, στη συνέχεια όμως αναγκάσθηκε σε υποχώρηση, κοντά στο Πράβι (Ελευθερούπολη Καβάλας) όταν ο κινήθηκε εναντίον του ο Ισμαήλ μπέης, πασάς των Σερρών, με 8.000 στρατιώτες.
Ο Νικοτσάρας διέθετε 400 περίπου Έλληνες, από τον Όλυμπο και μερικούς που στρατολόγησε κοντά στο Στρυμώνα, ενώ μαζί του είχαν συνταχθεί και 120 εμπειροπόλεμοι Αλβανοί.
Ο Ισμαήλ μπέης τους πολιορκούσε για τρεις μέρες ώσπου παραδόθηκαν οι 120 Αλβανοί πολεμιστές του Νικοτσάρα. Εκείνο το βράδυ αποφάσισε ο “Αετός του Ολύμπου”, όπως τον ανέφερε ενίοτε ο Νικόλαος Κασομούλης, να επιχειρήσει έξοδο από το στρατόπεδο του μέσα από τις τουρκικές γραμμές.
Η έξοδος ήταν επιτυχής αλλά με τρομερές απώλειες, συνυπολογίζοντας τις 3 μέρες που ήταν πολιορκημένοι, απέμειναν μόνο 60 Έλληνες μαχητές. Αυτοί οι λίγοι που απέμειναν πέρασαν στο Άγιο Όρος, μετά στη Σκιάθο και έπειτα στον Όλυμπο.
Το τέλος
Η δράση του Νικοτσάρα συνεχίστηκε, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Έγινε υπαρχηγός στον πειρατικό στόλο του Γιάννη Σταθά, τη «Μαύρη Μοίρα» και πέτυχε καίρια πλήγματα κατά του τουρκικού στόλου στη Μακεδονία και στην Εύβοια.
Η μοίρα του δεν ήθελε να πάρει μέρος στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821, καθώς τραυματίστηκε θανάσιμα από πυροβολισμό Τούρκων στην παραλία κοντά στο Λιτόχωρο, τον Ιούλιο του 1807, λίγο μετά τη νίκη του επί ισχυρής δύναμης Τουρκαλβανών στις ακτές της πόλης.
Ο Νικοτσάρας πέθανε στο καράβι του και ενταφιάστηκε στη Σκιάθο, κοντά στη Μονή της Ευαγγελίστριας, όπου υπάρχει και το λεγόμενο «ρέμα του Νικοτσάρα».
Το όνομά του δόθηκε σε χωριό της Δράμας, με 309 κατοίκους (απογραφή 2001).
Με πληροφορίες από Βικιπαίδεια