του Δημήτρη Αντωνόπουλου
Κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του μακρινού 1972 και είναι το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις στις Η.Π.Α. για την συγκεκριμένη χρονιά.
Είναι το τέταρτο προσωπικό άλμπουμ στην διαδρομή του μεγάλου Καναδού ρόκερ και παραμένει σημείο αναφοράς στην δισκογραφία του μέχρι και σήμερα.
Η επανέκδοση του θρυλικού ”Harvest”, με αφορμή την συμπλήρωση 50 ετών από την κυκλοφορία του, είναι σίγουρα μία από τις σημαντικότερες επανεκδόσεις εδώ και αρκετά χρόνια, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Με συμμετοχές από κορυφαία ονόματα εκείνης της περιόδου (David Crosby, Graham Nash, Linda Ronstant, Stephen Stills, James Taylor) με διαχρονική αξία, το άλμπουμ θα βρει το δρόμο του για την αγορά στις 2 Δεκεμβρίου, σε ένα πολυτελές box set που θα περιλαμβάνει επίσης ένα δίωρο ντοκιμαντέρ ονόματι ”Harvest Time” όπως και ένα συναυλιακό φιλμ μαζί με demo ηχογραφήσεις, καθώς και πληθώρα σπάνιου φωτογραφικού υλικού.
Ο Neil Young, όπως γνωρίζουν άλλωστε πολύ καλά όλοι όσοι έχουν παρακολουθήσει την τεράστια πορεία του, δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, δεν ζει στο χθες (το αντίθετο μάλιστα) αναζητώντας έτσι ασταμάτητα ερεθίσματα και ουσιαστικές αφορμές, χωρίς να σταματάει τελικά στιγμή να ψάχνει τα πράγματα του σήμερα με σχεδόν εφηβικό πάθος.
Πράγματα, που συχνά καίνε μάλιστα, με ελάχιστους να τολμούν στις μέρες μας να μιλήσουν για αυτά με γλώσσα αληθινά ελεύθερη και μαζί ζωντανή.
Συνηθισμένο φαινόμενο αυτό τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι λόγοι, αρκετοί και σοβαροί.
Από την γενικότερη αφασία της ψηφιακής εποχής (ευτυχώς όχι πάντα) μέχρι την πολιτική ορθότητα, που στη ρίζα της τις περισσότερες φορές, σημαίνει τελικά, απουσία συγκεκριμένης μορφής, απουσία βασικών χαρακτηριστικών πιο απλά.
Αρκεί να θυμηθεί κάποιος το περίφημο (και σχετικά πρόσφατο) άλμπουμ του Neil Young ”The Monsanto Years” μαζί με την βαθιά και ουσιαστική κριτική που ασκεί μέσα από τα τραγούδια του άλμπουμ σε έναν παγκόσμιο οικονομικό κολοσσό, για να καταλάβει αρκετά για τον θείο Neil, που ποτέ δεν παραιτείται, όπως και ποτέ δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω.
Πάντα πεισματάρης, πάντα σημερινός, πάντα εμπνευσμένος.
Βέβαια ο συγκεκριμένος ροκ – θρύλος, δεν φοβήθηκε να υποστηρίξει (στην ουσία) μέρος από την πολιτική του Ronald Reagan στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, μέσα από συνεντεύξεις του τότε, όταν θεώρησε πως αυτό ήταν το σωστό για εκείνον, πως αυτό έπρεπε να κάνει, δεν φοβήθηκε δηλαδή να χαρακτηριστεί ρεπουμπλικάνος με ένα τρόπο, σε μία βιομηχανία (τη μουσική βιομηχανία) που αυτό ισοδυναμεί σχεδόν με έγκλημα, τι να φοβηθεί σήμερα στην ωριμότητα του άραγε.
Ελάχιστα πράγματα υποθέτω και μάλλον πράγματα δικά του, εντελώς προσωπικά ίσως.
Το ότι τα έβαλε με τον πρόεδρο Νίξον άλλωστε μέσα από τους αριστουργηματικούς στίχους του εμβληματικού ”Ohio” το 1970, με τέτοιο τρόπο μάλιστα ώστε το συγκεκριμένο τραγούδι να θεωρείται (The Guardian, σχετικό άρθρο του 2010) σήμερα σαν το κορυφαίο τραγούδι διαμαρτυρίας, από πολύ σημαντικούς και έγκυρους μουσικούς (και όχι μόνο) κύκλους, φανερώνει και τη στόφα του, το μέταλλό του.
Καμία υστεροβουλία, καμία ταμπέλα, μόνο ψυχή.
Μια ροκ ψυχή που δεν κουράζεται ποτέ να τραγουδάει για αυτά που ονειρεύεται, για αυτά που επιθυμεί, για όλα όσα ελπίζει να συναντήσει στο πέρασμα της από αυτόν τον μάταιο κόσμο.
Έναν κόσμο που όμως (όπως άλλωστε έχει δηλώσει και ο ίδιος σε συνέντευξή του πριν από μερικά χρόνια) μπορεί να αποκτήσει πάρα πολύ μεγάλη αξία, αν πιστέψουμε απλά και μόνο πως μπορούμε να ζήσουμε σε αυτόν, δίχως να χάσουμε εντελώς την πίστη μας στον ίδιο τον άνθρωπο.
Ξέρει καλά τι λέει ο Neil Young.
Στις συνεντεύξεις του δεν υπήρξε ποτέ εξυπνάκιας και ατακαδόρος.
Μάλλον δωρικό και περιεκτικό θα τον χαρακτήριζε κάποιος μέσα από αυτές.
Μιλάει, όταν έχει κάτι να πει.
Το ότι η επανέκδοση του ”Harvest” μάλιστα, συμπίπτει χρονικά με το νέο του άλμπουμ, στο πλάι των υπέροχων Crazy Horse, έχει κι αυτό ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Μοιάζει σαν μια πολύτιμη ευκαιρία για τον ακροατή, να απολαύσει από τη μία ένα μοναδικό διαμάντι από την δισκογραφία του Neil Young, κι από την άλλη, την περίφημη ικανότητα του να παραμένει σημαντικός κι επίκαιρος με κάθε νέο του άλμπουμ, τόσες δεκαετίες μετά.
Είναι ζήτημα αν το καταφέρνουν 4-5 ονόματα από τη γενιά του αυτό.
Ίσως λιγότερα μάλιστα, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα.
Η ίσως πάλι, μόνο ο συγκεκριμένος και ο Dylan να το πετυχαίνουν, με τη συχνότητα και την ένταση μάλιστα που το πετυχαίνουν οι δύο θρυλικοί γερόλυκοι.
Όπως και να ‘χει, μικρή σημασία έχει αυτό.
Εκείνο που πάντα αξίζει, βρίσκεται αποτυπωμένο στην ίδια τη μουσική.
Τα υπόλοιπα είναι απλά οι αφορμές.