Με την τέλεση του Αγιασμού από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Κυριακής 29 Σεπτεμβρίου, η επίσημη έναρξη του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…2024», στο Πνευματικό Κέντρο του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς.
Το πρόγραμμα που διοργανώνεται για 13η συνεχή χρονιά, περιλαμβάνει μια σειρά καθημερινών εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων, που θα ολοκληρωθούν στις 31 Δεκεμβρίου.
Όλες οι εκδηλώσεις του προγράμματος, είναι ανοιχτές στο κοινό και μεταδίδονται ζωντανά από το διαδίκτυο, μέσα από το κανάλι του «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…» στο YouTube.
Ακολούθησε εσπερίδα που διοργανώθηκε με την συνεργασία του Συνδέσμου Επιστημόνων Πειραιώς (Σ.Ε.Π.), ο οποίος συμμετέχει και την φετινή χρονιά στο πρόγραμμα, πραγματοποιώντας μία σειρά παρουσιάσεων, οι οποίες είναι αφιερωμένες στην τραγική επέτειο της συμπλήρωσης 50 χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την συνεχιζόμενη κατοχή, με γενικό θέμα: «1974-2024, ΚΥΠΡΟΣ: 50 χρόνια μνήμης που πληγώνει».
Η πρώτη ομιλία δόθηκε αμέσως μετά τον αγιασμό ενάρξεως με ομιλητή τον κ. Αντώνιο Κλάψη, Αναπληρωτή Καθηγητή Διεθνούς Ιστορίας και Διεθνούς Διπλωματίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και θέμα: «1954-1974: Το Κυπριακό. Από την διεθνοποίηση στην τουρκική εισβολή».
Το Κυπριακό, όπως τόνισε ο κ. Κλάψης, υπήρξε ένα από τα ζητήματα ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που τέθηκαν κατ’ επανάληψη, με σκοπό την επίτευξη ενός μεγάλου εθνικού στόχου, την ένωση του ελληνικού κυπριακού λαού με την μητέρα πατρίδα.
Οι Βρετανοί είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο από το 1878, χωρίς ωστόσο να αποκτήσουν νομικό τίτλο επί αυτής. Θα τον αποκτούσαν αργότερα με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και θα τον επιβεβαίωναν με την Συνθήκη της Λωζάνης.
Έτσι η στάση διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων στο Κυπριακό, προσδιορίστηκε καθοριστικά από αυτήν την παράμετρο.
«Δηλαδή την κατοχή της Κύπρου από μία μεγάλη δύναμη με την οποία η Ελλάδα διατηρούσε ιδιαίτερα στενούς δεσμούς. Για δεκαετίες η Ελλάδα ακολούθησε μία στρατηγική μη διεθνοποίησης του Κυπριακού, για να μην διαταράξει τις ελληνοβρετανικές σχέσεις. Ακόμη, αποφυγής σύγκρουσης με τη Μ. Βρετανία και αποφυγής αιματοχυσίας στην Κύπρο.»
Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών, υπήρξε στο καταστατικό τους μία θεμελιώδης αρχή η οποία έμοιαζε να ανοίγει το δρόμο για τη θετική έκβαση του Κυπριακού, η καθιέρωση της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών. Όπως αποδείχθηκε όμως, επεσήμανε ο κ. Κλάψης, αυτή η αρχή έχει τόσο μεγάλη σημασία, όσο εκείνη που αποδίδουν οι ισχυροί αυτού του κόσμου και τα συμφέροντα των κρατών που εμπλέκονται.
Το 1954 η κυβέρνηση Παπάγου πήρε την απόφαση να προσφύγει στα Ηνωμένα Έθνη ζητώντας, όχι την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών.
Η προσφυγή ήταν μοιραία, γιατί, όπως επεξήγησε ο ομιλητής, έφερνε την Ελλάδα μετωπικά αντιμέτωπη με τη Μ. Βρετανία, ενώ θα δημιουργούσε πρόβλημα στις σχέσεις της Ελλάδας με τα υπόλοιπα κράτη του δυτικού κόσμου. Ακόμη, λόγω της διαδικασίας της Γενικής Συνέλευσης χρειάζονταν μία πλειοψηφία 2/3, που ήταν αδύνατον να επιτευχθεί. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της προσφυγής, ήταν ότι άνοιγε την πόρτα για την εμπλοκή της Τουρκίας.
Με την προσφυγή οι Βρετανοί ξεκίνησαν να παίζουν ένα παιχνίδι, που έμελλε να περιπλέξει το Κυπριακό ακόμη περισσότερο, εμπλέκοντας την Τουρκία για να αντισταθμίσουν την ελληνική πίεση, με την σύγκλιση τριμερούς διάσκεψης στο Λονδίνο.
Η Ελλάδα επέλεξε να συμμετάσχει, αποδεχόμενη δια της συμμετοχής της ως νόμιμα ενδιαφερόμενο μέλος για το Κυπριακό την Τουρκία. Η διάσκεψη πήγε πολύ άσχημα και προς το τέλος των συζητήσεων οι Τούρκοι εφάρμοσαν στην Κωνσταντινούπολη τα διαβόητα Σεπτεμβριανά κατά της ελληνικής μειονότητας.
Την 1η Απριλίου 1955 στην Κύπρο ξεκίνησε ο ηρωικός Εθνικοαπελευθερωτικός Αντιαποικιακός Αγώνας της ΕΟΚΑ που συγκίνησε την ελληνική κοινή γνώμη, αλλά από μόνος του δεν μπορούσε να καταλήξει σε θετικό αποτέλεσμα.
Οι Βρετανοί φάνηκε ότι ήταν διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε διχοτόμηση της Κύπρου, που εκείνη την εποχή προϋπέθετε εθνοκάθαρση, γιατί οι πληθυσμοί ήταν ανάμεικτοι. Εν όψει αυτής της πιθανότητας, παρατήρησε ο εισηγητής, η ελληνική πλευρά συγκατάνευσε στη λύση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, που δεν ικανοποιούσε την ελληνική επιδίωξη και το συναίσθημα του ελληνικού κυπριακού λαού.
Συνεχίζοντας την παράθεση των ιστορικών γεγονότων της δεκαετίας του 1960, ο κ, Κλάψης αναφέρθηκε στην σημαντική στρατιωτική δύναμη που έστειλε η ελληνική κυβέρνηση για να προστατεύσει την Κύπρο σε περίπτωση τουρκικής εισβολής, την Ελληνική Μεραρχία, μια ισχυρά εξοπλισμένη δύναμη. Ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία στην εμπλοκή του αμερικανικού και σοβιετικού παράγοντα.
Τον Απρίλιο του 1967 στην Ελλάδα επιβλήθηκε στρατιωτική δικτατορία, η οποία περιέπλεξε πάρα πολύ τις διεθνείς σχέσεις της χώρας και έφερε σε ρήξη την Αθήνα με τη Λευκωσία. Το φθινόπωρο του 1967, η Τουρκία απείλησε ακόμα μια φορά με εισβολή και η ελληνική δικτατορία απέσυρε την Ελληνική Μεραρχία από την Κύπρο.
Η κατάσταση επιδεινωνόταν σε βάρος της Ελλάδας και η επιδείνωση έλαβε μορφή χιονοστιβάδας μετά το Νοέμβριο του 1973, όταν την εξουσία πήρε η χούντα του Ιωαννίδη. Σχεδόν όλα τα προβλήματα που έχουμε σήμερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, επεσήμανε ο κ. Κλάψης, έχουν τη ρίζα τους την περίοδο Ιωαννίδη. Προβλήματα όπως οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου, η αμφισβήτηση της επέκτασης των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδας των νησιών, η αμφισβήτηση του FIR Αθηνών κ.α., ξεκινούν εκείνη την εποχή.
Το καλοκαίρι του 1974 ο Ιωαννίδης πήρε την οριστική απόφαση να οργανώσει πραξικόπημα που σκοπό θα είχε την ανατροπή, ακόμη και την δολοφονία του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, ένα πραξικόπημα που άνοιξε διάπλατα την πόρτα στην τουρκική εισβολή.
Κλείνοντας την παρουσίαση του, ο κ. Κλάψης παρατήρησε συμπερασματικά:
«Η πορεία του Κυπριακού από το 1954 έως το 1974 διδάσκει ότι πρέπει να φροντίζουμε, τα δικά μας συμφέροντα να τα ταυτίζουμε με τα συμφέροντα άλλων, για να μας βοηθήσουν. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και να έχουμε και κάποιο σύμμαχο για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε.
50 χρόνια μετά το πρόβλημα παραμένει. Η εισβολή έγινε κατοχή, η κατοχή έγινε εποικισμός, ο εποικισμός έγινε διχοτόμηση de facto και κάθε χρόνος που περνάει το πρόβλημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο.»