Ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716 – 27 Μαΐου 1806) ήταν Έλληνας κληρικός, παιδαγωγός, δάσκαλος του Γένους, μεταφραστής του Βολταίρου και διαπρεπής στοχαστής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Με τη διδασκαλία του και τα συγγράμματά του εγκαινίασε μια νέα εποχή στην ιστορία της ελληνικής παιδείας.
Οι φιλελεύθερες ιδέες του προετοίμασαν το έδαφος για τον ελληνικό Διαφωτισμό. Μαθητές του υπήρξαν ο ιατροφιλόσοφος Θωμάς Μανδακάσης που δίδαξε για μια χρονική περίοδο στο Ανώτερον Σχολείον Κυρίτζη της Καστοριάς, ο Θεόφιλος ο εξ Ιωαννίνων μετέπειτα επίσκοπος Καμπανίας, ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ σχολάρχης στο Ιάσιο κ.ά.
Καταπληκτική είναι η συγγραφική παραγωγή του τόσο για τον όγκο όσο και για την ποικιλία της. Έγραψε πραγματείες επί παντός επιστητού: νομικές, ιστορικές, θεολογικές, γραμματικές, γλωσσικές, αστρονομικές, πολιτικές, μαθηματικές, αρχαιολογικές, περί μουσικής, περί ανεξιθρησκίας, περί ευθανασίας, περί παλιρροιών.
Έγραψε επίσης ποιήματα, λόγους, εκκλήσεις προς την Αικατερίνη Β΄ και εκατοντάδες επιστολές για την απελευθέρωση της Ελλάδος.
Επιμελήθηκε πολύτιμες εκδόσεις βυζαντινών συγγραφέων και κλασικών συγγραμμάτων και μετέφρασε πλήθος κειμένων από τα λατινικά στα γαλλικά.
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1716 στην Κέρκυρα και το όνομά του ήταν Ελευθέριος που το άλλαξε σε Ευγένιος, όταν χειροτονήθηκε διάκονος, το 1737 ή το 1738. Διετέλεσε μαθητής του Μεθοδίου Ανθρακίτη, καθόσον έχει επιβεβαιωθεί ότι και νωρίτερα από το 1736- 1738 σπούδαζε στα Ιωάννινα.
Στο διάστημα 1738-1742 πιθανολογείται ότι ταξίδεψε στη βόρεια Ιταλία, όπου ήλθε σ’ επαφή με τις νεωτερικές ιδέες του Διαφωτισμού, τελούσε χρέη ιεροκήρυκα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που ήταν το κέντρο των δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινότητας και δίδαξε στην ονομαστή Φλαγγίνειο Σχολή της Βενετίας, όπου γνώρισε τους εμπόρους αδελφούς Μαρούτση από τα Ιώαννινα.
Στα Ιωάννινα και στην Κοζάνη
Δίδαξε στη Μαρουτσαία Σχολή στα Ιωάννινα – που ίδρυσαν οι αδελφοί Μαρούτση – από το 1742 ως τις αρχές του 1746. Εκεί δίδαξε τη φυσική και τα μαθηματικά του Νιούτον και του Λάιμπνιτς, τον εμπειρισμό του Λοκ, τα φιλοσοφήματα του Τόμας Χομπς και Κρίστιαν φον Βολφ κ.ά.
Αντιμετώπισε όμως την εχθρότητα του συντηρητικού δασκάλου της σχολής Γκιούμα Μπαλάνου Βασιλόπουλου και αναγκάστηκε τελικά να αφήσει τη θέση αυτή. Του προσφέρθηκε τότε η διεύθυνση του σχολείου της Κοζάνης, όπου ο Βούλγαρης δίδαξε ως τις αρχές του 1750. Επανήλθε στη Μαρουτσαία Σχολή και το 1753 ανεχώρησε για την Αθωνιάδα Ακαδημία.
Στην Αθωνιάδα Ακαδημία και την Κωνσταντινούπολη
Στη συνέχεια ανέλαβε, το 1753, τη διεύθυνση της Αθωνιάδας Ακαδημίας, η οποία είχε ιδρυθεί από τη Μονή Βατοπεδίου τρία χρόνια νωρίτερα και στην οποία γίνονταν δεκτοί μοναχοί αλλά και λαϊκοί.
Εκεί δίδαξε λογική, εισαγωγή στη φιλοσοφία, μεταφυσική, αριθμητική, γεωμετρία, φυσική και κοσμογραφία χρησιμοποιώντας δικές του μεταφράσεις έργων Δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων, μαθηματικών και φυσικών.
Από τα θρανία της Αθωνιάδας Σχολής έχει περάσει και ο μοναχός Κοσμάς ο Αιτωλός, μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές και πολιτικές προσωπικότητες του 18ο αιώνα, καθώς και ο Άγιος της Εκκλησίας Αθανάσιος ο Πάριος.
Έξι χρόνια όμως αργότερα αναγκάστηκε να αποχωρήσει, καθώς αντίθετοι κύκλοι στην Ακαδημία και ιδιαίτερα η αντιζηλία του Πατριάρχη Κυρίλλου Ε΄ προκαλούσαν δυσχέρειες στο έργο του. Αποσύρθηκε για μερικούς μήνες το Γενάρη του 1759 στη Θεσσαλονίκη.
Τον ίδιο χρόνο (1759) το φθινόπωρο διορίστηκε με τη μεσολάβηση του «πρίγκηπος Γρηγορίου του Γκίκα, διερμηνέως τότε της των Οθωμανών βασιλείας» δάσκαλος στην Πατριαρχική Ακαδημία (Μεγάλη του Γένους Σχολή) της Κωνσταντινούπολης, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια. Και απο κει όμως αποχώρησε (1762) λόγω προστριβών με τον πατριάρχη Σαμουήλ τον Α’, ο οποίος ήταν φανατικός οπαδός του Αριστοτέλη.
Στη Βλαχία και τη Γερμανία
Ο Βούλγαρης έφυγε απογοητευμένος από τις συνεχείς οπισθοδρομικές αντιδράσεις οριστικά από τον ελλαδικό χώρο το 1763 και τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, όπου ασχολήθηκε με εκκλησιαστικά καθήκοντα και με την έκδοση έργων του.
Στην αρχή πήγε στη Βλαχία, στο Βουκουρέστι, όπου έμεινε περίπου ένα χρόνο. Εκεί «τον δεξιώνεται» ο ηγεμόνας της Βλαχίας Κωνσταντίνος Ρακοβίτζα και ο διάδοχός του Στέφανος Ρακοβίτζα.
Το 1764 πήγε για ένα διάστημα στη γερμανική πόλη Χάλε και στη Λειψία, όπου έμεινε 8 χρόνια και μπόρεσε να εκτυπώσει αρκετά σημαντικά έργα του. Αντιμετώπισε όμως την αυξανόμενη επιρροή των Ουνιτών και την αντιμετώπισε προασπίζοντας την Ορθοδοξία και την ελεύθερη άσκησή της.
Στη Ρωσία
Η φήμη του ως διανοούμενου έφερε την πρόσκληση από την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β’ της Ρωσίας. Την αποδέχτηκε κι έφτασε στη Μόσχα το 1771, δηλ. κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) και συναντήθηκε με τους αδελφούς Ορλώφ.
Το 1775 χειροτονήθηκε ιερέας. Τον επόμενο χρόνο έγινε αρχιεπίσκοπος Σλαβωνίου και Χερσώνος στην Ουκρανία (τότε Νέα Ρωσία).
Στα 12 χρόνια που έμεινε στη θέση αυτή ενίσχυσε τους ολοένα και περισσότερους Έλληνες πού έφταναν από το Νότο κι επιδίωξε την επέμβαση της Ρωσίας στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προς όφελος των Ορθοδόξων ελληνόφωνων πληθυσμών.
Παραιτήθηκε από την αρχιεπισκοπή το 1787, εξαιτίας των συγκρούσεων του με τη Σύνοδο στα ζητήματα των Ουνιτών, το προχωρημένο της ηλικίας του, η υγεία του, αλλά και η διάθεσή του να επιδοθεί απερίσπαστος στις αγαπημένες του πνευματικές ενασχολήσεις, τη συγγραφή και τη μετάφραση. Ορίζει διάδοχό του τον Νικηφόρο Θεοτόκη και αποσύρεται από το αξίωμά του.
Την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας. Συνέγραψε έκκληση προς την αυτοκράτειρα Αικατερίνη της Ρωσίας για την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων, συμβάλλοντας στην έναρξη νέου νικηφόρου πολέμου (1787-1792).
Είχε τη χαρά να μάθει το 1800 για την πρώτη μορφή αυτονομίας σε ελληνικό έδαφος που δόθηκε στην Επτάνησο Πολιτεία χαρακτηρίζοντάς την “Πολιτοκρατεία” (κράτος των πολιτών, μεταφράζοντας το λατινικό respublica) και “βιοδαίμων” δηλ. ελπιδοφόρος για την επιβίωση το ελληνικού έθνους.
Το 1802 αποσύρθηκε στη Μονή του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, όπου πέθανε το 1806 σε ηλικία 90 ετών.
με στοιχεία από Βικιπαίδεια