Η Ευρώπη θα πρέπει να δημιουργήσει μία ισχυρή βιομηχανία χρηματοδότησης της ναυτιλίας προκειμένου ο κλάδος να μπορέσει να προχωρήσει με γρηγορότερους ρυθμούς προς την “πράσινη” μετάβαση, είχε υποστηρίξει ο Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Ευρωπαϊκών Εφοπλιστικών Ενώσεων (ECSA) Σωτήρης Ράπτης μιλώντας, προσφάτως, στο συνέδριο του Economist με θέμα την «αειφορία στη ΝΑ Ευρώπη και τη Μεσόγειο».
Η επισήμανση του γγ της ECSA δεν ήταν, βεβαίως, τυχαία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της εταιρείας ναυτιλιακών συμβουλευτικών και ερευνητικών υπηρεσιών Drewry Shipping Consultants Ltd. τα πλοία που θα πλέουν σε ευρωπαϊκά λιμάνια θα επιβαρυνθούν από το επόμενο έτος με 3,6 δις δολάρια για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα καθώς η Ευρώπη εντείνει τις προσπάθειές της για την μείωση των συνεπειών από την κλιματική αλλαγή.
Κατανοητό, λοιπόν, ότι η ναυτιλιακή Κοινότητα αποδέχεται ότι και η ναυτιλία αποτελεί σημαντικό κομμάτι του στόχου για την κλιματική αλλαγή, αλλά αυτό που λείπει προς το παρόν, όπως υποστηρίζουν εδώ και χρόνια οι εφοπλιστικές Ενώσεις, είναι οι προϋποθέσεις για τους προμηθευτές ενέργειας.
Άρα, καθόλου τυχαία δεν τόνισε στο συνέδριο του Economist ο Σωτήρης Ράπτης, ότι «τους θέλουμε και αυτούς στην προσπάθεια για τη μετάβαση. Θα θέλαμε να ξέρουμε αν όντως θα μπορούν να παρέχουν καθαρά καύσιμα» είπε και συμπλήρωσε: «Θα πρέπει να υπάρξει μία ισορροπία μεταξύ των αποφάσεων της ΕΕ και του ΙΜΟ».
Οι σκέψεις και οι σχεδιασμοί, λοιπόν, όλων των ναυτιλιακών εταιρειών πλοία των οποίων θα καταπλέουν στα λιμάνια της Ένωσης από το 2024 και μετά έχουν χαράξει «ρότα» προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης του αυξημένου λειτουργικού κόστους που θα αντιμετωπίσουν, ενόψει της πλήρους εφαρμογής του αναθεωρημένου συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων (ETS) από την ΕΕ στη ναυτιλία, για πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 5.000 κόρων.
Ο Κανονισμός
Βάσει των όσων προβλέπονται από τον Κανονισμό τα πλοία που θα εισέρχονται και θα εξέρχονται από τα λιμάνια της ΕΕ θα πρέπει να πληρώνουν για τη ρύπανση που προκαλούν από το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπεται από τα καύσιμα που χρησιμοπιούν.
H κάθε πλοιοκτήτρια εταιρεία, θα είναι υποχρεωμένη να αγοράζει για κάθε τόνο καυσίμου που καταναλώνει σε ένα πλοίο της , τρεις τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει σταδιακή ένταξη των πλοίων των εταιρειών με το 40% των εκπομπών τους από το 2024, με 70% το 2026 και με 100% από το 2027 και μετά.
Στην παρούσα χρονική περίοδο το ETS καλύπτει τις εκπομπές CO2 (διοξειδίου του άνθρακα), ενώ τις εκπομπές CH4 (μεθανίου) και N2O (οξειδίου του αζώτου) από το 2026.
«Καμπανάκι» για τις ακτοπλοϊκές εταιρείες
Αυξημένο λειτουργικό κόστος ,από την εφαρμογή του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων ρύπων, θα αντιμετωπίσουν τα πλοία της ακτοπλοΐας στις γραμμές της Κρήτης και της Αδριατικής.
Για παράδειγμα, ένα επιβατηγό πλοίο στη γραμμή Πειραιάς-Ηράκλειο που καταναλώνει περίπου 40 τόνους καύσιμο ανά δρομολόγιο, ετησίως , θα κοστίζει στην πλοιοκτήτρια εταιρεία 1.700.000 ευρώ. Τώρα, με την εφαρμογή του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Ρύπων κατά 100% ,από το 2027, το κόστος αυτό θα ανέλθει στα… 4.300.000 ευρώ για κάθε πλοίο. Να σημειωθεί, όπως αναφέρθηκε στο www.Kanaliena.gr, «ότι οι τιμές αυτές είναι με το ύψος των δικαιωμάτων που πληρώνονται και ισχύουν σήμερα». Εκτιμάται ότι η εφαρμογή του Κανονισμού θα επιβαρύνει τις τιμές των εισιτηρίων από 5% το 2024 έως 30% το 2026, γεγονός που αναμένεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της ζήτησης για ακτοπλοϊκές υπηρεσίες
Πάντως, διευκρινίσθηκε ότι το συγκεκριμένο μέτρο αφορά μόνο στα πλοία κατηγορίας Α, χωρητικότητας 5.000 κόρων και άνω, που δραστηριοποιούνται στις διεθνείς γραμμές αλλά και σε νησιά με περισσότερους από 200.000 κατοίκους.
Υπενθυμίζεται ότι για τη χώρα μας για τα ακτοπλοϊκά πλοία που είναι δρομολογημένα σε νησιά με λιγότερους από 200.000 κατοίκους – μετά από απόφαση του Συμβουλίου υπουργών θαλασσίων μεταφορών της Ε.Ε. – έχει χορηγηθεί εξαίρεση από τον Κανονισμό έως 31 Δεκεμβρίου 2029.
Του Νίκου Μπαρδούνια